ἀρχέχορος

ἀρχέχορος
ἀρχέχορος, ον,
A leading the chorus or dance,

πούς E.Tr.151

; of a person, IG14.1618.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αρχέχορος — ἀρχέχορος, ον (Α) ο εξάρχων, αυτός που διευθύνει τον χορό …   Dictionary of Greek

  • ἀρχεχόροιο — ἀρχέχορος leading the chorus masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεχόρου — ἀρχέχορος leading the chorus masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχε- — (AM ἀρχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μορφή αρχε ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας κυρίως, απ όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”